- φαρφαράς
- ο хвастун
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαρφαράς — ο (λ. τουρκ.), πληθ. άδες, καυχησιάρης, παινεσιάρης: Πώς να είναι μετριόφρονας, αφού είναι φαρφαράς; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαρφαράς — ο, Ν καυχησιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. farfara] … Dictionary of Greek
farfara — FARFARÁ, farfarale, s.f. (fam. şi peior.) Flecar, palavragiu; persoană care duce vorba de colo colo, care deformează conţinutul spuselor cuiva şi le transmite astfel altora. – Din tc. farfara. Trimis de cornel, 06.05.2004. Sursa: DEX 98 FARFARÁ … Dicționar Român